εμβελής

εμβελής
-ές (Α ἐμβελής, -ές)
αυτός που βρίσκεται μέσα στην απόσταση βολής
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εμβελές
η εμβέλεια, το βεληνεκές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐμβελεῖς — ἐμβελής within range of missiles masc/fem acc pl ἐμβελής within range of missiles masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβελές — ἐμβελής within range of missiles masc/fem voc sg ἐμβελής within range of missiles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβελοῦς — ἐμβελής within range of missiles masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”